- ἐμπόνως
- ἔμπονοςpatient of labouradverbialἔμπονοςpatient of labourmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
болѣзньно — (7) нар. Мучительно, болезненно: не тъчью тѣлесьныхъ добродѣтелии болѣзньно любити. нъ ноутрьн˫аго чл҃вка чистити могоущихъ. СбТр XII/XIII, 66; ѡнъ же [царь] болѣзньно въпрашаше [человека, предсказавшего ему смерть] и не что ѥсть нъ что въ своеи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έμπονος — ἔμπονος, ον (AM) Ι. 1. αυτός που υπομένει τους πόνους, τους κόπους 2. πονεμένος, γεμάτος πόνο («ἔμπονος κραυγή», ΠΔ Μακκ.) 2. κουραστικός, επίπονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμπονον η αντοχή στους κόπους ΙΙ. επίρρ. ἐμπόνως 1. με κόπο, κοπιαστικά,… … Dictionary of Greek